αιμομικτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμομικτικός < αιμομίκτης + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αιμομικτικός, -ή, -ό
- που έχει το χαρακτήρα της αιμομιξίας
- αιμομικτικός γάμος, αιμομικτική σχέση
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμομικτικός