ακαρποφόρητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαρποφόρητος η ακαρποφόρητη το ακαρποφόρητο
      γενική του ακαρποφόρητου της ακαρποφόρητης του ακαρποφόρητου
    αιτιατική τον ακαρποφόρητο την ακαρποφόρητη το ακαρποφόρητο
     κλητική ακαρποφόρητε ακαρποφόρητη ακαρποφόρητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαρποφόρητοι οι ακαρποφόρητες τα ακαρποφόρητα
      γενική των ακαρποφόρητων των ακαρποφόρητων των ακαρποφόρητων
    αιτιατική τους ακαρποφόρητους τις ακαρποφόρητες τα ακαρποφόρητα
     κλητική ακαρποφόρητοι ακαρποφόρητες ακαρποφόρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακαρποφόρητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ακαρποφόρητος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]