ακατάψυκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατάψυκτος
- που δεν έχει καταψυχθεί, που δεν είναι καταψυγμένος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατάψυκτος
|