ακετυλοσαλικυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακετυλοσαλικυλικός < αγγλική acetylsalicylic < acetyl (ακετύλιο) + salicylic (< λατινική salix, "ιτιά")
Επίθετο
[επεξεργασία]ακετυλοσαλικυλικός, -ή, -ό
- (σπάνιο, χημεία, φαρμακευτική) που έχει σχέση με το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, αναφέρεται σ’ αυτό ή το περιέχει
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακετυλοσαλικυλικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)