ακλήτευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακλήτευτος,η,ο
- που δεν έχει κλητευθεί (συνήθως για μάρτυρα σε δίκη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακλήτευτος