ακτινώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακτινώδης < (ελληνιστική κοινή) ἀκτινώδης < ἀκτίς + εἶδος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακτινώδης, -ης, -ες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινώδης
|