αλεξιθυμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεξιθυμικός < αλεξιθυμία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αλεξιθυμικός
- (ψυχιατρική) που πάσχει από αλεξιθυμία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεξιθυμικός