αλιάνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλιάνιστος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει λιανιστεί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λιανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλιάνιστος
|