αλλαξόπιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλαξόπιστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλαξόπιστος, -η, -ο
- που αλλάζει θρησκεία
- (με αρνητική σημασία) που αλλάζει πεποιθήσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαξόπιστος
|