αλοτροπισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλλοτροπισμός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλοτροπισμός οι αλοτροπισμοί
      γενική του αλοτροπισμού των αλοτροπισμών
    αιτιατική τον αλοτροπισμό τους αλοτροπισμούς
     κλητική αλοτροπισμέ αλοτροπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλοτροπισμός < αρχαία ελληνική ἅλς + τρόπος + -ισμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλοτροπισμός αρσενικό

  • η τάση των υδρόβιων οργανισμών να στρέφονται προς το μέρος που υπάρχει νερό της επιθυμητής γι’ αυτά αλμυρότητας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]