αμμοβολέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμμοβολέας οι αμμοβολείς
      γενική του αμμοβολέα των αμμοβολέων
    αιτιατική τον αμμοβολέα τους αμμοβολείς
     κλητική αμμοβολέα αμμοβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμμοβολέας < αμμοβολ(ή) + -έας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμμοβολέας αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]