αμμοβολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμμοβολέας < αμμοβολ(ή) + -έας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμμοβολέας αρσενικό
- μηχάνημα που εκτοξεύει άμμο προς μια επιφάνεια (για να την καθαρίσει, να αφαιρέσει βερνίκι, σκουριά, ή ακόμα για να εγγράψει κάτι)