αμπαντάριστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμπαντάριστος η αμπαντάριστη το αμπαντάριστο
      γενική του αμπαντάριστου της αμπαντάριστης του αμπαντάριστου
    αιτιατική τον αμπαντάριστο την αμπαντάριστη το αμπαντάριστο
     κλητική αμπαντάριστε αμπαντάριστη αμπαντάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμπαντάριστοι οι αμπαντάριστες τα αμπαντάριστα
      γενική των αμπαντάριστων των αμπαντάριστων των αμπαντάριστων
    αιτιατική τους αμπαντάριστους τις αμπαντάριστες τα αμπαντάριστα
     κλητική αμπαντάριστοι αμπαντάριστες αμπαντάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπαντάριστος < α- + μπαντάρω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αμπαντάριστος

Πηγές[επεξεργασία]

  • αμπαντάριστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]