αμφίπλευρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφίπλευρος < (ελληνιστική κοινή) ἀμφίπλευρος < ἀμφί + πλευρά, μορφολογικά αναλύεται αμφί- + -πλευρος
Επίθετο[επεξεργασία]
αμφίπλευρος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αμφίπλευρα
- → δείτε τις λέξεις αμφί και πλευρά