αμφιφυλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιφυλικός η αμφιφυλική το αμφιφυλικό
      γενική του αμφιφυλικού της αμφιφυλικής του αμφιφυλικού
    αιτιατική τον αμφιφυλικό την αμφιφυλική το αμφιφυλικό
     κλητική αμφιφυλικέ αμφιφυλική αμφιφυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιφυλικοί οι αμφιφυλικές τα αμφιφυλικά
      γενική των αμφιφυλικών των αμφιφυλικών των αμφιφυλικών
    αιτιατική τους αμφιφυλικούς τις αμφιφυλικές τα αμφιφυλικά
     κλητική αμφιφυλικοί αμφιφυλικές αμφιφυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμφιφυλικός < (μαρτυρείται από το 1890)

Επίθετο[επεξεργασία]

αμφιφυλικός

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]