ανάκαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάκαρο τα ανάκαρα
      γενική του ανακάρου
ανάκαρου
των ανακάρων
    αιτιατική το ανάκαρο τα ανάκαρα
     κλητική ανάκαρο ανάκαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. ανάκαρο < ανάκαρα + -ο < ανακαρώνω < ανα- + καρώνω < αρχαία ελληνική καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱrhesn
  2. ανάκαρο < μεσαιωνική ελληνική ἀνάκαρον < αραβική نقّارة (naqqāra, τύμπανο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανάκαρο ουδέτερο

  1. η ανάκαρα
  2. το τύμπανο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  1. → δείτε τη λέξη ανακαρώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]