ανέβασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανέβασμα < μεσαιωνική ελληνική ἀνέβασμα (σκάλα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανέβασμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ανεβαίνω
- το ανέβασμα των επίπλων από μεταφορείς (αλλά η ανάβαση ανθρώπων στο βουνό)
- (πληροφορική, διαδίκτυο) upload, uploading: η μεταφορά δεδομένων σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε διακομιστή (server) στο διαδίκτυο (internet)