αναγνωρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναγνωρισμένος < αναγνωρίζω + -μένος
Μετοχή[επεξεργασία]
αναγνωρισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναγνωρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναγνωρισμένος