αναδόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναδόμηση | οι | αναδομήσεις |
γενική | της | αναδόμησης* | των | αναδομήσεων |
αιτιατική | την | αναδόμηση | τις | αναδομήσεις |
κλητική | αναδόμηση | αναδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναδόμηση < ανα- + δόμηση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική restructuration
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναδόμηση θηλυκό
- η ενέργεια του αναδομώ
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναδόμηση
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανα- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)