αναιτιολόγητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναιτιολόγητος η αναιτιολόγητη το αναιτιολόγητο
      γενική του αναιτιολόγητου της αναιτιολόγητης του αναιτιολόγητου
    αιτιατική τον αναιτιολόγητο την αναιτιολόγητη το αναιτιολόγητο
     κλητική αναιτιολόγητε αναιτιολόγητη αναιτιολόγητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναιτιολόγητοι οι αναιτιολόγητες τα αναιτιολόγητα
      γενική των αναιτιολόγητων των αναιτιολόγητων των αναιτιολόγητων
    αιτιατική τους αναιτιολόγητους τις αναιτιολόγητες τα αναιτιολόγητα
     κλητική αναιτιολόγητοι αναιτιολόγητες αναιτιολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναιτιολόγητος < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναιτιολόγητος

Επίθετο[επεξεργασία]

αναιτιολόγητος

  1. που δεν δικαιολογείται, είτε επειδή αμελεί να δικαιολογηθεί είτε επειδή δεν έχει τρόπο να τεκμηριώσει κάποια ενέργειά του
    • Δεν μπορείτε να νομιμοποιήσετε δαπάνες αναιτιολόγητες. Πρέπει να προσκομίσετε όχι μόνον τα συναφή τιμολόγια από τις εργασίες, αλλά και τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι το έργο αυτό είχε κριθεί απαραίτητο
    • Εάν ο Εισαγγελέας θέλει να ασκήσει έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, πρέπει να αναφέρει την αιτιολογία της έφεσης, για αν το δικαστήριο αποφασίσει δεχόμενο αναιτιολόγητη έφεση, τότε η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα


Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]