ανακαθισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακαθισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακάθομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ανακαθισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανακάθομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακαθισμένος
|