ανακαινιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακαινιζόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα ανακαινίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
ανακαινιζόμενος, -η, -ο
- αυτός που ανακαινίζεται
- Αυτό το σπίτι ανακαινιζόμενο θα γίνει παλατάκι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακαινιζόμενος
|