ανακριτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακριτικός < ανακριτής
Επίθετο[επεξεργασία]
ανακριτικός
- ο σχετικός με την ανάκριση
- Οι ανακριτικές μέθοδοι
- εκείνος ή εκείνη που άτοπα και άκαιρα, χωρίς να το νομιμοποιούν οι συνθήκες, ρωτά να πληροφορηθεί για κάτι με τρόπο αυστηρό, απαιτητικό ή και οργίλο
- Μη γίνεσαι ανακριτικός όταν συζητάς με το παιδί!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακριτικός