αναπαραγόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αναπαραγόμενος
- εκείνος που αναπαράγεται
- ο αναπαραγόμενος ήχος
- το αναπαραγόμενο είδος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπαραγόμενος
|