ανασκαφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκαφικός < ανασκαφή
Επίθετο[επεξεργασία]
ανασκαφικός
- ο σχετικός με την ανασκαφή, που βοηθά στην ανασκαφή
- ανασκαφική αξίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασκαφικός
|