ανασκευαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανασκευαστικός < ανασκευάζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ανασκευαστικός
- που ανασκευάζει, που με αυτόν αλλάζει προηγουμενη δήλωση ως αναληθής
- Πρέπει να κάνει ανασκευαστική δήλωση
- που αποδεικνύει ότι κάτι δεν είναι αληθινό
- ανασκευαστικό επιχείρημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανασκευαστικός
|