ανδροκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανδροκρατικός < ανδροκρατία
Επίθετο[επεξεργασία]
ανδροκρατικός
- ο σχετικός με την κυριαρχία των ανδρών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανδροκρατικός
|