ανεμοβλογιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανεμοβλογιά | οι | ανεμοβλογιές |
γενική | της | ανεμοβλογιάς | των | ανεμοβλογιών |
αιτιατική | την | ανεμοβλογιά | τις | ανεμοβλογιές |
κλητική | ανεμοβλογιά | ανεμοβλογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεμοβλογιά θηλυκό
- (ιατρική, πάθηση) οξεία λοιμώδης παιδική μεταδοτική νόσος που χαρακτηρίζεται από χαμηλό πυρετό και δερματικές κύστεις
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμοβλογιά
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Παθήσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)