ανεξεταστέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεξεταστέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεξεταστέος, -α, -ο
- (εκπαίδευση) (για μαθητή ή φοιτητή) που χρειάζεται να περάσει πρόσθετες εξετάσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεξεταστέος
|