ανεπανόρθωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπανόρθωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπανόρθωτος < ἀν- στερητικό + ἐπανορθόω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπανόρθωτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να επανορθωθεί (να διορθωθεί, να επισκευαστεί, να θεραπευτεί κλπ)
- ανεπανόρθωτη βλάβη, ανεπανόρθωτο κακό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπανόρθωτος