ανεπιτήρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπιτήρητος
- που δεν επιτηρείται, δεν επιβλέπεται, δεν παρακολουθείται (με την έννοια της φύλαξης), που δεν τον εποπτεύουν
- δραπέτευσε γιατί ενώ βρισκόταν υποτίθεται με άδεια Χριστουγέννων στο σπίτι του, ήταν ανεπιτήρητος
- άμα αφήσεις παιδί ή και ενήλικα ανεπιτήρητο σε διαγωνισμό...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπιτήρητος
|