ανεφάρμοστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεφάρμοστος
- που ρεαλιστικά, αντικειμενικά δεν μπορεί να εφαρμοστεί, είναι αδύνατη η εφαρμογή του
- που δεν εφαρμόστηκε επειδή συνέτρεχαν λόγοι, που έμεινε σε θεωρητική ισχύ, που δεν ίσχυσε τελικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεφάρμοστος