ανθυπομειδίαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθυπομειδίαμα < ανθ- + υπομειδίαμα < (ελληνιστική κοινή) μειδίαμα < αρχαία ελληνική μειδιάω / μειδιῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)meyh₂-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθυπομειδίαμα ουδέτερο
- (ειρωνικό) υπερβολική μορφή τού υπομειδίαμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανθυπομειδίαμα
|