ανοσοκαταστολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανοσοκαταστολή οι ανοσοκαταστολές
      γενική της ανοσοκαταστολής των ανοσοκαταστολών
    αιτιατική την ανοσοκαταστολή τις ανοσοκαταστολές
     κλητική ανοσοκαταστολή ανοσοκαταστολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοσοκαταστολή < ανοσο- + καταστολή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική immunosuppression)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανοσοκαταστολή θηλυκό

  1. (ιατρική, νεολογισμός) η αδρανοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος
  2. (ιατρική, νεολογισμός) η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος με ιατρικά μέσα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

ανοσοκαταστολήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)