ανοσοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανοσοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
ανοσοποιημένος, ανοσοποιημένη, ανοσοποιημένο
- ο εμβολιασμένος, ο οργανισμός που έχει ανοσοποιηθεί είτε με φαρμακευτικό σκεύασμα είτε με φυσικό τρόπο