ανοχύρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοχύρωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοχύρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει οχυρωθεί
- (ειδικότερα) πόλη ή περιοχή που καταγράφεται σαν ανυπεράσπιστη ώστε να μην βομβαρδιστεί σε περίοδο πολέμου και δεν προβάλει αντίσταση στην προέλαση των αντίπαλων στρατευμάτων