αντίκλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντίκλητος οι αντίκλητοι
      γενική του αντίκλητου
αντικλήτου
των αντίκλητων
αντικλήτων
    αιτιατική τον αντίκλητο τους αντίκλητους
αντικλήτους
     κλητική αντίκλητε αντίκλητοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντίκλητος < αντί- + κλητός < αρχαία ελληνική κλητός < καλέω / καλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντίκλητος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]