αντιατομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιατομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiatomique < αρχαία ελληνική ἀντί + ἄτομον < ἀ- + τέμνω
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιατομικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την καταπολέμηση των ατομικών ή πυρηνικών όπλων ή την προστασία απ’ αυτά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιατομικός