αντιεμπορευματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιεμπορευματικός < αντί και εμπορευματικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιεμπορευματικός
- σχετικό με τον αντιεμπορευματισμό, την τάση να μην ανάγεται το εμπόριο σε αξία ζωής (το αντιεμπορικός μπορεί να σημαίνει και απλά εκείνο που δεν καταναλώνεται ευρέως, που τυχαία δεν έχει απήχηση, ενώ το αντιεμπορευματικός είναι με σαφήνεια εκείνο που σκόπιμα δεν στοχεύει στην εμπορία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιεμπορευματικός
|