αντικαπνιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικαπνιστής < αντι- + καπνιστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική antismoker)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντικαπνιστής αρσενικό (θηλυκό: αντικαπνίστρια)
- (νεολογισμός) αυτός που είναι αντίθετος με το κάπνισμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντικαπνιστικός
- αντικαπνίστρια
- → δείτε τις λέξεις αντί, καπνίζω και καπνός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικαπνιστής