αντικαταστάσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικαταστάσιμος η αντικαταστάσιμη το αντικαταστάσιμο
      γενική του αντικαταστάσιμου της αντικαταστάσιμης του αντικαταστάσιμου
    αιτιατική τον αντικαταστάσιμο την αντικαταστάσιμη το αντικαταστάσιμο
     κλητική αντικαταστάσιμε αντικαταστάσιμη αντικαταστάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικαταστάσιμοι οι αντικαταστάσιμες τα αντικαταστάσιμα
      γενική των αντικαταστάσιμων των αντικαταστάσιμων των αντικαταστάσιμων
    αιτιατική τους αντικαταστάσιμους τις αντικαταστάσιμες τα αντικαταστάσιμα
     κλητική αντικαταστάσιμοι αντικαταστάσιμες αντικαταστάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

αντικαταστάσιμος (el), -η, -ο και αντικαταστατός (el), -ή, -ό

  1. για βιομηχανοποιημένο - τυποποιημένο προϊόν ή εξάρτημα
  2. μη σπάνιος
  3. μη μοναδικός
  4. εναλλάξιμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]