αντιρυτιδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιρυτιδικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην καταπολέμηση των ρυτίδων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρυτίδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιρυτιδικός
|