αντιυπερτασικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιυπερτασικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιυπερτασικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιυπερτασικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που δρα μειώνοντας την υπέρταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιυπερτασικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντιυπερτασικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιυπερτασικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιυπερτασικός