αντλούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αντλούμενος, -η, -ο
- αυτός που αντλείται, καθώς αντλείται, που μπορεί να αντλείται
- Για να προκύψει ο βέλτιστος όγκος αντλουμένου νερού από τις γεωτρήσεις...
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντλούμενος