αντροπαρέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντροπαρέα οι αντροπαρέες
      γενική της αντροπαρέας
    αιτιατική την αντροπαρέα τις αντροπαρέες
     κλητική αντροπαρέα αντροπαρέες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντροπαρέα < αντρο- + παρέα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.dɾo.paˈɾe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντρο‐πα‐ρέ‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντροπαρέα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]