απεντερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απεντερωμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
απεντερωμένος
- αποτέλεσμα του απεντερώνω
- απεντερωμένα ψάρια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απεντερωμένος
|