απερίφρακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απερίφρακτος < μεσαιωνική ελληνική ἀπερίφρακτος
Επίθετο[επεξεργασία]
απερίφρακτος, -η, -ο
- που δεν είναι περιφραγμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άφρακτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φραγμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απερίφρακτος
|