απληρωσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απληρωσιά οι απληρωσιές
      γενική της απληρωσιάς των απληρωσιών
    αιτιατική την απληρωσιά τις απληρωσιές
     κλητική απληρωσιά απληρωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απληρωσιά < α- + πληρώνω + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απληρωσιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]