απογειωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
απογειωμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απογειωμένος
|
Δείτε επίσης : υπογειωμένος |
απογειωμένος, -η, -ο
|