απολίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολίτικος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική apolitique
Επίθετο[επεξεργασία]
απολίτικος, -η, -ο και απολιτικός ή απολιτίκ
- → δείτε τη λέξη απολιτικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη απολιτικός