απολεπισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απολεπίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
απολεπισμένος, -η, -ο
- που έχει απολεπιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολεπισμένος
|